καυχησιάρης

καυχησιάρης
vantard

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καυχησιάρης — καυχησιάρης, α, ικο και καυκησιάρης, α, ικο αυτός που καυχιέται: Η μάνα του είναι καυχησιάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καυχησιάρης — και καυχησάρης και καυκησιάρης και καυκησάρης, α, ικο [καυχησιά] αυτός που τού αρέσει να καυχιέται, κομπαστής, αλαζόνας …   Dictionary of Greek

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • ακαύχητος — η, ο 1. ο μη καυχησιάρης, ο μετριόφρων 2. αυτός που δεν έχει τίποτε για το οποίο να μπορεί να καυχηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καυχώμαι] …   Dictionary of Greek

  • αλαζονικός — ή, ό (Α ἀλαζονικός, ή, όν) [ἀλαζών] αυτός που ρέπει στην αλαζονεία, φαντασμένος, καυχησιάρης νεοελλ. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που ταιριάζει σε αλαζόνα, ο υπεροπτικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλαζονικόν η αλαζονεία* …   Dictionary of Greek

  • απειλητήρ — ἀπειλητήρ ( ῆρος), ο (Α) κομπαστής, καυχησιάρης …   Dictionary of Greek

  • αυχηματίας — αὐχηματίας, ο (Μ) [αύχημα] καυχησιάρης, αλαζόνας …   Dictionary of Greek

  • καυκησιάρης — και καυκησάρης, α, ικο βλ. καυχησιάρης …   Dictionary of Greek

  • καυχηματίας — ο (Α καυχηματίας) [καύχημα] αυτός που διαρκώς καυχιέται, αλαζόνας, κομπαστής, καυχησιάρης αρχ. (για λόγο) ο γεμάτος κομπασμό …   Dictionary of Greek

  • καυχησιάρικος — η, ο [καυχησιάρης] αυτός που λέγεται με καύχηση («καυχησιάρικα λόγια»). επίρρ... καυχησιάρικα με καυχησιάρικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • καυχητής — και καυχηστής, ὁ (Α) [καυχώμαι] καυχηματίας, καυχησιάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”